- καταγιγαρτίζω
- καταγιγαρτίζω (Α)(με άσεμνη σημ.) βγάζω τα κουκούτσια από καρπό, καταγαμώ («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ' ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -γιγαρτίζω (< γίγαρτον «το κουκούτσι τού σταφυλιού»), πρβλ. εκ-γιγαρτίζω].
Dictionary of Greek. 2013.